αποτήκω

αποτήκω
(αόρ. απετάκην) μετ. плавить, расплавлять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποτήκω" в других словарях:

  • αποτήκω — (Α ἀποτήκω) ρευστοποιώ κάτι λειώνοντας το αρχ. αφανίζω …   Dictionary of Greek

  • προαποτήκω — Α διαλύω στη φωτιά προηγουμένως, τήκω ε κ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποτήκω «διαλύω κάτι στη φωτιά λειώνοντάς το»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»